διευθυνούσης

διευθυνούσης
διευθύνω
make
fut part act fem gen sg (attic epic)
διευθῡνούσης , διευθύνω
make
pres part act fem gen sg (attic epic ionic)
διευθύνω
make
fut part act fem gen sg (attic epic)
διευθῡνούσης , διευθύνω
make
pres part act fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Κριαράς — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών από τα Σφακιά της Κρήτης. 1. Ανδρέας. Αρχικά υπηρέτησε ως γραμματικός και αργότερα έγινε πλοίαρχος στον καταδρομικό στολίσκο του Λάμπρου Κατσώνη. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1816 στην Οδησσό και από εκεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”